ὀδυνῶμαι — ὀδυνάω cause pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ὀδυνάω cause pres ind mp 1st sg ὀδυνάω cause pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επωδυνώμαι — ἐποδυνῶμαι, άομαι (Α) αισθάνομαι οδύνη για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οδυνώμαι (< οδύνη)] … Dictionary of Greek
οδύνη — η (ΑΜ ὀδύνη) ισχυρός ψυχικός πόνος, θλίψη (α. «γιατί κακά γιατρεύουσι τσ αγάπης την οδύνη», Ερωτόκρ. β. «ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «ψυχική οδύνη» (νομ.) περιορισμός τής ψυχικής δυναμικότητας… … Dictionary of Greek
οδύνημα — ὀδύνημα, τὸ (Α) [οδυνώμαι] πόνος, οδύνη … Dictionary of Greek
προοδυνώμαι — άομαι, Α αισθάνομαι προηγουμένως οδύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὀδυνῶμαι «νιώθω ισχυρό πόνο»] … Dictionary of Greek
συνοδυνώμαι — άομαι, ΜΑ πονώ κι εγώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀδυνῶμαι «νιώθω ισχυρό πόνο»] … Dictionary of Greek
τραγωδικός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία ή στον τραγωδό 2. τραγικός («ἦλθες ποθενὴ μὲν τραγωδικοῖς χοροῖς», Αριστοφ.) 3. φρ. «ὀδυνῶμαι τραγῳδικόν» δοκιμάζω τραγική οδύνη (Αριστοφ.). επίρρ... τραγωδικῶς Μ με τραγῳδικό τρόπο … Dictionary of Greek